22/5/08

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Αντιγραφή από την LIFO 22/05/2008.
«Μια ζωή Μήτσος Αλεξανδρόπουλος


Στο πρόσωπο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, του βαθύτερου ίσως γνώστη και μελετητή της ρώσικης λογοτεχνίας στη χώρα μας, ενσαρκώνεται η ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς πνευματικών ανθρώπων. Η πορεία του από τη Νομική Σχολή και το Αντάρτικο, η διαφυγή του στο Ανατολικό μπλοκ και η επιστροφή του στην Ελλάδα μετά από 24 χρόνια συνθέτουν μια οδυνηρά γνώριμη ιστορία. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Μαΐου του 1924 στην Αμαλιάδα σε μια ταραγμένη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας. «Θυμάμαι στη γενέτειρα Αμαλιάδα μαγαζιά να καίγονται και σπίτια να μένουν άδεια με κλειστές τις πόρτες τους, όπου ως χτες μπαίναν και βγαίναν άνθρωποι και μαζί με άλλους μπαινοβγαίναμε κι εμείς» έγραφε το 1994 στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Αυτά που μένουν. Ο πόλεμος τον βρήκε φοιτητή της Νομικής σύντομα εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ Νέων. Μετά το πέρας του πολέμου, το 1948, και αφού είχε ήδη χάσει και τους δυο αδελφούς του, ο Αλεξανδρόπουλος πέρασε στους αντάρτες του Αρχηγείου Ηπείρου (όπου, μάλιστα, έγραφε και χρονογραφήματα στα «Καθημερινά Νέα» με το ψευδώνυμο Σφυρής). Τραυματίστηκε, νοσηλεύτηκε στα Τίρανα, γύρισε πίσω, κι αφού πολέμησε στο Γράμμο διέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας πια στο Βουκουρέστι. Εκεί μπήκε στον κύκλο των Ελλήνων λογοτεχνών που ζούσαν τότε στη Ρουμανία, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Τάκης Αδάμος, ο Κώστας Μπέσης. Το πρώτο του βιβλίο ήταν η συλλογή διηγημάτων Αρματωμένα Χρόνια και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΠΛΕ (γνωστές και ως Πολιτικές Λογοτεχνικές Εκδόσεις), έναν εκδοτικό οίκο με έδρα το Βουκουρέστι, που εξέδιδε ελληνικά βιβλία «διαφωτιστικού» χαρακτήρα κυρίως πολιτικών προσφύγων.
Μετά από μια στάση στην Τασκένδη, κατέληξε στη Μόσχα το 1956. Η επιστροφή του στην Ελλάδα εξάλλου ήταν (και επισήμως πλέον) αδύνατη: Είχε καταδικαστεί από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρεις εις θάνατον από το 1953. Στη Μόσχα ξανάρχισε επιτέλους τις σπουδές του στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο. Εκεί ο Αλεξανδρόπουλος βρήκε επιτέλους τον προορισμό του: Έσκυψε με πραγματική αγάπη πάνω από τα κείμενα της ρωσικής λογοτεχνίας. «Η ρωσική λογοτεχνία, η κλασική, έχει μια αξιοθαύμαστη ιδιαιτερότητα. Μοναδικότητα, θα έλεγα. Είναι όλη, μαζί με τους κύριους πρωταγωνιστές της, συγγραφείς και ήρωες, ένα πολύ ωραίο έργο τέχνης που δεν έχει όμοιό του. Όσο ξέρω, μόνο η αρχαία ελληνική λογοτεχνία το έχει και το χαίρεται αυτό το χάρισμα, όλη οικοδομημένη πάνω στην αιωνόβια, παρ’ όλα τα ερείπια, μυθολογική της βάση (…) Όσο για τους Ρώσους, η δική τους βάση ήταν η ζωή του λαού τους, από την οποία κανείς τους δεν ξεστράτισε. Χέρι χέρι χτίσανε σχεδόν μες στο κενό μια μυθολογία τόσο ανθρώπινη» δήλωσε χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία».
Το 1957 γνώρισε τη Σόνια Ιλίνσκαγια, γνωστή πλέον ως σπουδαία μελετήτρια και μεταφράστρια του Καβάφη στα ρώσικα, δευτεροετή τότε φοιτήτρια του κλασικού τμήματος της Φιλολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λομονόσωφ. Παντρεύτηκαν το 1959. Για χρόνια το ζεύγος Αλεξανδρόπουλου αποτελούσε μια ακόμα διάσπαρτη ψηφίδα του μωσαϊκού των διανοούμενων πολιτικών προσφύγων του Ανατολικού μπλοκ, όπως η ομάδα του Βουκουρεστίου (Έλλη Αλεξίου,Τάκης Αδάμος, Κώστας Μπέσης, Λάμπης Ράππας) ή ο Δημήτρης Χατζής στη Βουδαπέστη. Μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1975, πάντως, ο Αλεξανδρόπουλος έγραψε δυο συλλογές διηγημάτων, ένα μυθιστόρημα και ένα ταξιδιωτικό βιβλίο, ενώ έκανε και την πρώτη του μετάφραση, το Γαλάζιο Τετράδιο. Εχθροί του Εμμανουήλ Καζακέβιτς.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ελεύθερος πια να εκφραστεί, συνέχισε ορμητικά τη λογοτεχνική και πεζογραφική του μελέτη: Στα διηγήματα, τα μυθιστορήματα, τα ταξιδιωτικά και τις μεταφράσεις προστέθηκαν και οι μελέτες. Χάρη στις μελέτες του (ξεχώρισαν οι Πέντε Ρώσοι Κλασικοί και η Ρωσική Λογοτεχνία, από τον 11ο αιώνα ως την επανάσταση του 1917), αλλά και στις μεταφράσεις του, κέρδισε το βραβείο Γκόρκι ενώ το 2001 κέρδισε το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Ίσως το σημαντικότερο κομμάτι του έργου του πάντως ήταν οι λεγόμενες «βιογραφικές μυθιστορίες»: βιβλία που ισορροπούσαν μεταξύ της βιογραφίας και του μυθιστορήματος, αφιερωμένα σε πέντε από τους μεγαλύτερους Ρώσους συγγραφείς. «Ήθελα να δηλώσω ότι κρατώ αποστάσεις τόσο από τη στέγνα της βιογραφίας όσο και από την ασυδοσία (αν σου τύχει) της μυθιστορηματικής φαντασίας. Είμαι κάπου στη μέση». Έγραψε για τον Γκόρκι (χάρη στο βιβλίο του Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι, μάλιστα, κέρδισε το κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας) τον Τσέχοφ, τον Γκέρτσεν και τον Ντοστογιέφσκι. Τελευταίος στη σειρά ήταν ο Τολστόι, που κυκλοφόρησε το 2007 και συζητήθηκε πολύ. Ο Αλεξανδρόπουλος τιμήθηκε πέρσι με το μετάλλιο Πούσκιν.
Παρά το παρελθόν του, ο Αλεξανδρόπουλος δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του ούτε περιορίστηκε στο να ακολουθεί τη «γραμμή του κόμματος». Το βιβλίο του για τον Γκόρκι αναδείκνυε τις διαφωνίες του με τον ËÝíéí. Στο μυθιστόρημά του Το Όριο, που κυκλοφόρησε το 2003 και περιέγραφε την ιστορία δυο πρώην πολιτικών πρόσφυγων, περνούσαν μεταξύ άλλων αναφορές στα γκούλαγκ και σε συγγραφείς «με ελαστική συνείδηση». «Για χρόνια, η επίσημη Αριστερά αποσιωπούσε τη σημασία των βιβλίων του, που, είτε επρόκειτο για μυθιστορήματα είτε για μελέτες είτε για βιογραφικές μυθιστορίες, της προκαλούσαν δυσφορία με τις αλήθειες που αποκάλυπταν» σημείωνε η Μικέλα Χαρτουλάρη στο «Βιβλιοδρόμιο» των «Νέων» το 2003. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο του βιβλίο Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι ήταν μια ανθολογία των ποιημάτων του Όσιπ Μαντελστάμ, ενός νεαρού Ρώσου ποιητή (αγαπημένου της Άννας Αχμάτοβα) που έμελλε να καταχωρηθεί στους σπουδαιότερους Ρώσους λογοτέχνες. Οι επικριτικοί του στίχοι για τον Στάλιν του κόστισαν πολλά χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και στο τέλος τη ζωή του.
«Σ’ όλη τη δουλειά μου σέβομαι πολύ το θέμα και το υλικό που θα χρησιμοποιήσω. Έχουμε μέσα μας ένα κεφάλαιο από εμπειρίες, αισθήματα, σκέψεις, έννοιες, λέξεις, είμαστε από ένα λεξικό ο καθένας, με αυτά γίνονται οι επαφές, παίρνεις ό,τι σου πάει και στο βάθος το νιώθεις ότι είναι δικό σου, σε θέλει και σε περίμενε. Αν αυτό δεν έχει συντρέξει θα έχεις αποτυχία, ό,τι ξένο του βάλεις από τον εαυτό σου θα ηχήσει φάλτσο» έλεγε το 2007 σε μια συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία». Από τα Έλληνικά Γράμματα κυκλοφορούν σήμερα συνολικά δέκα βιβλία του (εκδόσεις και επανεκδόσεις).
Πέθανε τη Δευτέρα 19 Μαΐου σε ηλικία 84 ετών στο Νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν». Αφήνει πίσω του τη γυναίκα του Σόνια Ιλίνσκαγια, καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστημίο Ιωαννίνων και την κόρη τους Όλγα Αλεξανδροπούλου, ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Δέσποινα Τριβόλη»

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Τολστόι και η κλασική ρωσική λογοτεχνία

19/5/08

ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΕΙΧΕ Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΙΝΟ ΨΥΧΟΓΙΟ με την ευκαιρία της ανατύπωσης των "Ηλειακών" του




Το πλήθος του κόσμου που κατέκλυσε την αίθουσα των εκδηλώσεων του δημαρχείου Λεχαινών το περασμένο Σάββατο 17/5 τίμησε για μια ακόμη φορά τη μνήμη ενός άξιου τοπικού δημιουργού, του Ντίνου Ψυχογιού. Αυτή τη φορά με την ευκαιρία της ανατύπωσης και κυκλοφορίας σε δύο τόμους από τις εκδόσεις "Βιβλιοπανόραμα" του περιοδικού που εξέδιδε ο Ντίνος Ψυχογιός "Ηλειακά" (α΄περίοδος 1951-1963, β΄περίοδος 1977-1981).
Στην εκδήλωση που οργάνωσαν η Πολιτιστική Ομάδα Φράγμα και οι εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, παρέστησαν και απήυθυναν χαιρετισμούς ο Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός και ο δήμαρχος Λεχαινών κ.Ν.Κουλούρης, ενώ για τη ζωή και το έργο του Ντίνου Ψυχογιού μίλησαν ο ακθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Βόλου κ.Βαγγέλης Αυδίκος, ο Διονύης Κράγκαρης και ο Λεωνίδας Καρνάρος.
Συγκινητικό ήταν το βιωματικό κείμενο που διάβασε στο τέλος ο γιός του Ντίνου Ψυχογιού, Δημήτρης, καθηγητής Πανεπιστημίου και αρθρογράφος του "Βήματος".
-----------------------------------------------------------------
ΝΤΙΝΟΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ (1915-1982)
Του Διονύση Κράγκαρη*

Ήταν Αύγουστος του 1981 και ήταν απόγευμα. Μας περίμενε στη βεράντα του σπιτιού του, που ήταν όνειρο ζωής γη αυτόν, να κάθεται απερίσπαστος πια και συνταξιούχος , να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο έργο της ζωής του, τα Ηλειακά. Περάσαμε στο σαλόνι , μας έφερε φρεσκοκομμένα σταφύλια από τα΄αμπέλι του.
Το φως τ΄Αυγούστου χαμήλωνε και ενώ οι λεύκες θρόιζαν από τ΄αλαφρό αεράκι, ο γελαστός αυτός άνθρωπος που καθόταν απέναντί μας και μας αφηγόταν τη ζωή του , ο πατέρας των παιδικών μας φίλων, γινόταν κι αυτός παιδί, ένα παιδί που ξεκίνησε από κείνο ακριβώς το μέρος, το Νιοχώρι, ψάχνοντας στα απέραντα χωράφια του κάμπου για βότανα, φυτά και λουλούδια. Το όνειρό του να γίνει γεωπόνος. Ταξινομούσε τα φυτά, τα κατέγραφε κι όπως έψαχνε εσκόνταφτε συχνά πάνω σε κάτι σπαράγματα κεραμιδιών, σε κάτι πέτρες παράξενες. Μια μέρα, εκεί που έψαχνε ,ανακάλυψε ένα πήλινο λυχνάρι. Το πήρε σπίτι του, του έβαλε λάδι και μ΄αυτό φωτιζόταν τις νύχτες που διάβαζε ακατάπαυστα.
Μια μέρα επισκέφθηκε το πατρικό του ο καθηγητής Οικονομόπουλος, φίλος του πατέρα του. Ξέρεις ότι φωτίζεσαι με αρχαίο φως, με ένα λυχνάρι 2000 χρόνων; ρώτησε τον νεαρό φιλομαθή.
Λες και φωτίστηκε από κείνη την κουβέντα ο νεαρός Ντίνος Ψυχογιός κι από τότε βάλθηκε να καταγράφει στις βόλτες του ό,τι κι αν συναντούσε. Πέτρες, κεραμίδια, κιούπια, τοπωνύμια, ανθρώπους, λέξεις. Κατέγραφε τα πάντα σε τετράδια, αμέτρητα τετράδια.

Είχε ναυαγήσει τ΄ονειρό του να γίνει γεωπόνος. Μόνο και μόνο γιατί στις εισαγωγικές εξετάσεις επέμενε να γράφει στη δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα που επέβαλε το εκπαιδευτικό σύστημα. Απέτυχε δυό φορές για τον ίδιο λόγο. Αλλά έστρεψε την επιμονή του αλλού. Στην έρευνα. Πάλι μόνος. Εκεί μπορούσε να ασχολείται απερίσπαστος, χωρίς τα ασφυκτικά πλαίσια του τότε απαρχαιωμένου εκπαιδευτικού συστήματος.

Το 1940 διορίζεται ταμειακός υπάλληλος στις Φιλιάτες. Εκεί τον βρίσκει ο πόλεμος. Πολεμάει στο μέτωπο. Το Σεπτέμβρη του 41 παντρεύεται τη Διονυσία Μανιάτη. Οι άθλιες οικονομικές συνθήκες της κατοχής τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τη θέση του και να γυρίσει στο Νιοχώρι κάνοντας τον αγρότη. Με την απελευθέρωση επανέρχεται στη θέση του ταμειακού υπαλλήλου, στην αρχή στην Αμαλιάδα και από το 1945 στα Λεχαινά. Όλα αυτά τα χρόνια συνεχίζει τις προσωπικές του έρευνες και συγκεντρώνει πολύτιμο ιστορικό, αρχαιολογικό και λαογραφικό υλικό. Τα χρόνια των Λεχαινών που ήταν και η ακμή της νιότης του, ήταν τα πιο δημιουργικά γι αυτόν. Σ΄αυτά τα χρόνια μπόρεσε να δοθεί στο εσωτερικό πάθος για έρευνα που τον έκαιγε, οργώνοντας με τα πόδια και μια γκλίτσα στο χέρι όλον τον κάμπο και μελετώντας κάθε χορτάρι και πέτρα, κάθε μοναστήρι και αρχείο, κάθε πόλη και χωριό.
Εδώ, μας είπε, υπάρχει το πιο πολύ υλικό, σ΄αυτή τη γούβα, τη Μυρτουντία. Στην Κυλλήνη, τη Γλαρέντζα, το Χλεμούτσι.
Στα Λεχαινά γνωρίστηκε με τον φιλότεχνο φαρμακοποιό Σαράντη Σαραντόπουλο, που προσφέρθηκε να γίνει ο μαικήνας του. .Ο Σαραντόπουλος του έδωσε τον Κώδικα της Παναγίας της Λεχαινίτισσας, εκτός από κάποια φύλλα, και το 1950 κυκλοφόρησε η μελέτη του «Ο Κώδικας της Παναγίας της Λεχαινίτισσας και τα Λεχαινά» με σχόλια ιστορικά τοπωνυμικά, τοπογραφικά και γλωσσικά.

Ο Ψυχογιός όμως δεν παραλείπει να ασχολείται και με άλλα θέματα. Γράφει ποιήματα, αρθρογραφεί και στέλνει ανταποκρίσεις στην Αυγή του Πύργου για τα τοπικά προβλήματα . Ηταν ,αυτό που θα λέγαμε σήμερα, ένας ενεργός πολίτης.

Ώσπου τον Ιούνιο του 1951 έρχεται το ωρίμασμα, γεννιέται ο καρπός της πολύχρονης δουλειάς του. Εκδίδονται τα Ηλειακά στο Τυπογραφείο Χρήστου Ταβλά και Νότη Φούφα, στην Αμαλιάδα. Τι σύμπτωση θα πείτε. Στην Αμαλιάδα δυντελείται εν έτει 2008 και η ανατύπωσή τους.

Τα Ηλειακά της α΄περιόδου τυπώθηκαν σε διάφορα τυπογραφεία,
του Πύργου (Φωτόπουλου), Πάτρας ( Μαλεβίτη) και Λεχαινών (Αφών Α.Σκαλτσά). Η έκδοσή τους συνεχίστηκε με έδρα τα Λεχαινά ‘ως το 1962.
Την ίδια περίοδο η δράση του δεν περιορίζεται στην έκδοση του περιοδικού, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες. Επισημαίνω δύο χαρακτηριστικές . Πρώτα την πρωτοβουλία του για αναβίωση ενός ξεχασμένου τοπικού εθίμου, του Γιανιτσαρίστικου Χορού. Το 1954 διοργανώνει τον Α΄Διαγωνισμό Γιανιτσαρίστικου Χορού στα Λεχαινά με γκοτσαριές από Βαρθολομιό, Τραγανό, Στρούσι, Σουλεϊμάναγα και Λεχαινά και το 1956 τον δεύτερο. Αλλά κι αργότερα , στα χρόνια της μεταπολίτευσης, συμβάλλει στην αναβίωσή του, ενώ πολύτιμα είναι τα στοιχεία της έρευνας που δημοσιεύει στο περιοδικό του και αλλού γύρω από την προέλευση και το τελετουργικό του χορού αυτού.
Αλλά σημαντική είναι η και η συνεισφορά του στην ίδρυση της δημοτικής βιβλιοθήκης των Λεχαινών σε συνεργασία με τον δωρητή της , τον διακεκριμένο οφθαλμίατρο Λεχαινίτη Βασίλη Δημησιάνο. Επίσης πρέπει να αναφέρω τη συμβολή του στη μνήμη των δύο διάσημων Καρκαβιτσέων, του Ανδρέα και του Ντίνου, με διοργάνωση εκδηλώσεων και τη δημοσίευση μελετών για τη ζωή και το έργο τους.
Το 1962 ο Ντίνος Ψυχογιός αναγκάζεται να μετεγκατασταθεί οικογενειακώς στην Αθήνα, γιατί εν τω μεταξύ τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει και πρέπει να σπουδάσουν. Εκεί εκδίδει το τελευταίο τεύχος της α΄ περιόδου των Ηλειακών, χωρίς όμως να ανακόψει τη δράση του σε άλλους τομείς της έρευνας και της δημιουργίας. Δίνει διαλέξεις, δημοσιεύει σε περιοδικά και εφημερίδες. Γίνεται ο εμπνευστής και από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Ηλειακών Σπουδών.

Το 1972,εξαιτίας της αντιδικτατορικής δράσης του γιου του Δημήτρη, μετατίθεται στα Χανιά της Κρήτης και στην Αθήνα επιστρέφει με τη μεταπολίτευση. Και τον Απρίλη του 1977, μετά από 13 χρόνια, συνταξιούχος πια, γυρίζει στο Νιοχώρι, χτίζει το σπίτι που ονειρευόταν , επανεκδίδει τα Ηλειακά και συμμετέχει απερίσπαστος και με ιδιαίτερο ζήλο στα πολιτιστικά δρώμενα της Ηλείας, ενώ ετοιμάζει ένα φιλόδοξο έργο, το Ιστορικό, λαογραφικό, αρχαιολογικό και γλωσσικό Λεξικό της Ηλείας με πρότυπο τα αντίστοιχα Λεξικά της Πάτρας και της Ζακύνθου.
Ο Ντίνος Ψυχογιός δυστυχώς δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του. Η γη της Ηλείας τον πήρε για πάντα κοντά της τον Σεπτέμβρη του 1982 σε ηλικία μόλις 67 χρόνων.

Για το μέγεθος της προσφοράς του Ντίνου Ψυχογιού και των Ηλειακών του, μίλησαν και θα μιλήσουν άλλοι αρμοδιότεροι από μένα. Εγώ όμως θα θυμάμαι πάντα αυτά που έγραψε ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος στο αφιέρωμα του Διαλόγου για τον Ντίνο Ψυχογιό έναν χρόνο μετά τον θάνατό του:
«…Τα σχολικά χρόνια της δικής μου γενιάς πέρασαν μέσα σε μια καταχνιά που με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε σκοτάδι. Δε θυμάμαι να μας έμαθαν τίποτε για την πατρική μας γη, τις παραδόσεις της, το λαό της, την ιστορία της. Συνείδηση της γλώσσας μας πήραμε-όσοι πήραμε- μονάχα μέσα από τον προφορικό λόγο των απλών ανθρώπων και με τη ζωντανή επικοινωνία μαζί τους. Όμως έχω πάντα την εντύπωση ότι η διδαχή που στερηθήκαμε εκείνα τα χρόνια, μου δόθηκε διαβάζοντας τα Ηλειακά του Ντίνου Ψυχογιού. Και τον θυμάμαι με άπειρη ευγνωμοσύνη».

Όπως θα θυμάμαι αυτά που έγραψε ο ίδιος ο Ντίνος ο Ψυχογιός στα Ηλειακά του «…Κάποτε θάρθει και η δικαίωση. Εστω και μετά θάνατο! Είναι πανάρχαιη παράδοση του Ελληνα να αναγνωρίζει ότι αξίζει μετά το θάνατο του δημιουργού του…».

-----------------------------------------------------------------

Εκδήλωση για την επανέκδοση των Ηλειακών
Δημήτρης Κ. Ψυχογιός*

Πρέπει να ήταν 1953 ή 1954 και εγώ, 5-6 χρονών, δεν πήγαινα ακόμη στο Δημοτικό, έτσι μου φαίνεται. Μέναμε τότε στο σπίτι του Μάρτη, ισόγειο στρωμένο με μεγάλα πλακάκια καφετιά και άσπρα, με τη πίσω αυλή να καταλήγει σε μικρό περιβόλι, ζούγκλα από ξινόδεντρα και χόρτα θυμάμαι, που διασχίζοντας την και περνώντας από τρύπα στον φράχτη μπορούσα να βρίσκομαι στο σπίτι του νονού μου, μέλος της φιλοξενούμενης παροικίας των δημοσίων υπαλλήλων και αυτός, ελπίζοντας σε κέρασμα σουτζουκιού, καρυδιού βουτηγμένου σε μουσταλευριά που τα είχε κρεμασμένα από τον τοίχο η νονά μου. Το άλλο χαρακτηριστικό της αυλής μας ήσαν κάτι πήλινα ποτήρια που περιφέρονταν μισοσπασμένα εδώ και εκεί, κατάλοιπα των άκαρπων προσπαθειών του Ντίνου Ψυχογιού να κατασκευάσει βολταϊκά στοιχεία που θα τροφοδοτούσαν με ηλεκτρισμό το ραδιόφωνό μας, ώστε να απαλλαγεί από το κόστος αγοράς των πανάκριβων, τότε, μπαταριών. Ραδιόφωνα να λειτουργούν με ηλεκτρικό από δίκτυο δεν τα ξέραμε, άλλωστε τα Λεχαινά τότε είχαν ρεύμα μόνο λίγες ώρες το βράδυ.
Το σπίτι μας ήταν κοντά στο Γυμνάσιο, εκείνο το δίπατο νεοκλασικό με την πετροχτισμένη καγκελόφραχτη μάντρα που τη στόλιζαν πικροδάφνες, με τον φοίνικα δίπλα στην πύλη της και τον ανάγλυφο χάρτη της Κύπρου κάτω από τον φοίνικα, όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι. Ακριβώς απέναντι από την πύλη της εισόδου με τον φοίνικα, στην αριστερή γωνία του δρόμου που έβγαζε από το Γυμνάσιο στην Πλατεία, είχε ανοίξει μαγαζί, μικρό μπακάλικο ή ίσως ψιλικατζίδικο, ο Νικάκης Πολλάτος. Θυμάμαι αμυδρά μόνο κάτι τσουβάλια με φακές και φασόλια –μπορεί όμως να είναι και αναμνήσεις από το μαγαζί του πατέρα του Μπίλη Κράγκαρη– και πεντακάθαρα κάτι μεγάλα γυάλινα βάζα που φιλοξενούσαν το αντικείμενο του πόθου μου: καραμέλες. Άλλες τυλιγμένες σε χαρτιά και άλλες χύμα, οι κλασσικές «του αστακού» με το σκληρό περίβλημα και τη μαλακή γέμιση, και κάτι κόκκινες και κίτρινες που έλυωναν σιγά-σιγά στο στόμα και έστελναν παλμούς ηδονής σε όλο το σώμα. Της κανέλλας οι πρώτες, του λεμονιού οι δεύτερες, τετράγωνες σαν πλίθες, με κάτι ελάχιστες ανάγλυφες τελείες στις δύο όψεις τους.
Οι σπάνιες δεκάρες και τα ακόμα σπανιότερα πενηνταράκια που αποκτούσαμε (μπορεί και «κατοστάρικα» ή και «πεντακοσάρικα» χάρτινα να ήσαν, δεν θυμάμαι αν ήταν την εποχή των κερμάτων ή των χαρτονομισμάτων) γίνονταν καραμέλες. Μου φαίνεται ότι κάποιοι πλούσιοι αγόραζαν και σοκολάτες σε μικρές πλάκες, αλλά δεν είμαι σίγουρος, μπορεί να είναι ανάμνηση μεταγενέστερης εποχής.
Όμως οι δεκάρες και τα πενηνταράκια ήσαν σπάνια, δεν περίσσευαν ούτε του νονού ούτε του πατέρα και ο πόθος δεν εκπληρωνόταν: συχνά έμενα να κοιτάζω με λιγούρα τις καραμέλες και να ζηλεύω άλλα παιδιά που τις αποκτούσαν – τα οποία δεν ήσαν αναγκαστικά πλουσιότερα από εμένα: έβλεπα πολλά να φέρνουν στον Νικάκη αυγά και να παίρνουν σε αντάλλαγμα καραμέλες. Ό,τι δεν μπορούσε να πετύχει η τσέπη του πατέρα, το κατάφερνε η αυλή της μητέρας, έστω και παρά τη θέληση της ίδιας: πρέπει να ήσαν κλεμμένα από το οικογενειακό κοτέτσι τα περισσότερα από εκείνα τα αυγά, που συχνά απορρίπτονταν επειδή δεν ήσαν παρά «φώλοι» ή κλούβια που τα είχαν εντοπίσει καθυστερημένα τα παιδικά μάτια κάπου, εκεί που της μητέρας είχαν αποτύχει τότε που έπρεπε.
Εμείς όμως κότες δεν είχαμε· αιτία πρέπει να ήταν πως στο προηγούμενο σπίτι που μέναμε («του Τσαγρή») είχε εξολοθρεύσει όλο το κοτέτσι μας η πτώση πλίθινου τοίχου μετά από ισχυρή νεροποντή: ξυπνήσαμε το πρωί και τις βρήκαμε όλες σκοτωμένες, ψόφιες, ούτε να τις φάμε δεν μπορούσαμε. Μετά από αυτή την καταστροφή, το ζωικό κεφάλαιο της οικογένειας είχε μάλλον καθυστερήσει να αποκατασταθεί.
Δεν είχαμε, λοιπόν κότες και αυγά· στην αυλή κυκλοφορούσαν μόνο εκείνα τα πήλινα κουρούπια του πατέρα μου που απέτυχαν να γίνουν μπαταρία αλλά το σπίτι μέσα ήταν γεμάτο «Ηλειακά». Αφού αυτά είχαμε, με αυτά θα πήγαινα και εγώ στον Νικάκη να τα ανταλλάξω με καραμέλες της κανέλας και του λεμονιού. Δεν ρώτησα, τα έκλεψα όπως οι συμμαθητές μου τα αυγά, τα έβαλα διπλωμένα κάτω από τη μασχάλη να μη φαίνονται, τα θυμάμαι πολύ καλά όλα αυτά.
Όπως θυμάμαι ότι ψιλόβρεχε εκείνη την ημέρα και ότι είχε εξώφυλλο μπλε χρώμα το τεύχος που του παρέδωσα. Το κοίταξε ξαφνιασμένος και ίσως φοβισμένος: Το έφερες για να το αγοράσω; με ρώτησε. Το έχω πάρει, πρόσθεσε βιαστικά, φοβούμενος πως με είχε στείλει ο πατέρας μου ως πλασιέ να του το πουλήσω ή να τον γράψω συνδρομητή. Όχι, το έφερα να μου δώσεις καραμέλες, όπως οι άλλοι σου φέρνουν αυγά, εξήγησα.
Γέλασε ο Νικάκης _ και επειδή ανακουφίστηκε και επειδή του φάνηκε αστείο, υποθέτω· και τι να τα κάνω εγώ τα Ηλειακά, Δημητράκη; Δεν πουλιούνται όπως τα αυγά. Δεν κοιτάς μήπως μπορείς να βρεις απ΄ αυτά; μου είπε και μου επέστρεψε το περιοδικό.
Σε θεωρητικό επίπεδο, με την απάντηση του ο Νικάκης έθετε τη γραφή και τα βιβλία, εκτός συναλλαγών, εκτός οικονομικών διαδικασιών. Πρόκειται για μεγάλο ζήτημα που απασχολεί πολλούς επιστήμονες αλλά αυτό δεν το ήξερα τότε – αυτό που καταλάβαινα ήταν το πρακτικό επίπεδο: τα προϊόντα του οίκου μας ήσαν κατώτερα από τα προϊόντα των άλλων οικογενειών.
Παρέλαβα το τεύχος, το έβαλα κάτω από τη μασχάλη και ξαναγύρισα σπίτι, σαν βρεγμένη γάτα, ντροπιασμένος και γεμάτος ερωτηματικά· μου ήταν ακατανόητο αυτό που είχε συμβεί. Ήξερα, είχα ακούσει, είχα καταλάβει –πίστευα τέλος πάντων ότι αυτό που έφτιαχνε ο πατέρας μας ήταν σπουδαιότερο από τα αυγά. Μήπως είχα λάθος;
Μου φαίνεται πως η κλασική διαδικασία απόρριψης του πατέρα, αποδόμησής του, δολοφονίας του ή όπως αλλιώς το λένε αυτό ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές, άρχισε για μένα εκείνη τη στιγμή, κάπως νωρίτερα από όσο έπρεπε. Βοηθούσαν και τα παράπονα της μητέρας μας που όσο και αν εκτιμούσε τη δόξα που προσπόριζαν στην οικογένεια τα Ηλειακά θα προτιμούσε να είχε άλλες ασχολίες ο πατέρας, περισσότερο προσοδοφόρες – κυρίως όμως να έχει περισσότερο χρόνο για τα παιδιά του και για αυτή. Αλλά αφού αυτή ήταν η μανία του, τι να κάνει; Ήταν υποχρεωμένη να την αποδεχθεί, όπως ήμασταν και τα παιδιά υποχρεωμένα να συμβιβαστούμε και να αποδεχόμαστε ως ισότιμα με τις καραμέλες ή άλλα αγαθά που εκτιμούσαμε, τις επισκέψεις λογίων και καθηγητών, που έρχονταν, μερικές φορές από μέρη τόσο μακρινά όσο η Γαλλία και η Αμερική, να συγκεντρώσουν στοιχεία για να γράψουν τα σπουδαία βιβλία τους και δεν παρέλειπαν να ζητήσουν τη βοήθεια του τοπικού λόγιου, του πατέρα μας. Και όλα κυλούσαν προς όφελος της επιστήμης αλλά εις βάρος του οικογενειακού μας προϋπολογισμού· διότι ενίοτε έπρεπε και να τους τραπεζώνουμε με τρόπο αντάξιο προς τη σπουδαιότητά τους.
Μερικοί ήσαν περισσότερο σημαντικοί από όσο νόμιζα. Όταν θα πήγαινα στη Γαλλία για σπουδές, ο πατέρας μας μου έδωσε έναν μπουκάλι ούζο και τους χαιρετισμούς του, να τα μεταφέρω σε κάποιον καθηγητή Πωλ Λεμέρλ, άγνωστο εντελώς σε μένα τότε. Προτίμησα να καταναλώσω το ούζο με τους φίλους στο Παρίσι και στον Ντίνο Ψυχογιό ανέφερα ότι παρά τα τηλεφωνήματά μου δεν τον βρήκα, πρέπει να έλειπε εκείνη την εποχή. Δύο χρόνια μετά, αναγκάστηκα να ζητήσω πολιτικό άσυλο στη Γαλλία· είχα τα «τυπικά προσόντα», δικτατορία είχαμε και διωκόμουν, όμως χρειαζόταν και έξωθεν υποστήριξη το αίτημά, χρειαζόταν μέσον δηλαδή για εξασφαλιστεί ότι δεν θα με απελάσουν, και μου συνέστησαν να καταφύγω στον άνθρωπο που είχε βοηθήσει και άλλους συμπατριώτες να τα βγάλουν πέρα, τον μακαρίτη καθηγητή Νίκο Σβορώνο, που ήταν πρόσφυγας και αυτός στη Γαλλία από την εποχή του εμφύλιου, διακεκριμένος επιστήμονας και μέλος του ΚΚΕ (εσωτερικού). Δεν τον ήξερα, ανέλαβε κάποια φίλη να του μιλήσει για μένα, μου έκλεισε ραντεβού, συναντηθήκαμε, συζητήσαμε, υποσχέθηκε να με βοηθήσει, καίτοι είχε πολλές ενστάσεις και για τις πολιτικές μου απόψεις και για τις πράξεις μου. Τελικά μου δόθηκε το πολιτικό άσυλο.
Χρόνια μετά, είχε πεθάνει ο Σβορώνος, συζητούσα με την φίλη (την ιστορικό Ματούλα Κουρουπού, σύζυγο του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού) που με είχε συστήσει στον μακαρίτη και ήταν παρούσα στη συζήτηση, πόσο υποχρεωμένος του ήμουν που με είχε βοηθήσει και πόσο ανεκτικοί ήσαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας που δέχθηκαν να μεσολαβήσουν και ας ήμουν εγώ επικίνδυνος αριστεριστής και εκείνος του ΚΚΕ (εσ) – το ΚΚΓ αναγνώριζε μόνο το επίσημο ΚΚΕ. Διότι πίστευα πως κάποιοι από το πανίσχυρο ΚΚΓ ήσαν τα μέσα του Σβορώνου. Και μου είπε η φίλη «σιγά μην πήγε στο PCF [το ΚΚΓ δηλαδή]· στον φίλο του τον Πωλ Λεμέρλ πήγε, τον βυζαντινολόγο, που ήταν μοναχός στο τάγμα των Ιησουιτών· έχουν πολύ μεγάλη δύναμη αυτοί στη Γαλλία».
Μπορεί τα Ηλειακά να μη μου εξασφάλισαν την καραμέλα που λιγουρευόμουνα, θέλω να πιστεύω όμως ότι ο Λεμέρλ αναγνώρισε το όνομα και, αγνοώντας ότι είχε χάσει ένα μπουκάλι ούζο, υπήρξε θερμός στη συνηγορία του για μένα στα κατάλληλα ισχυρά πρόσωπα ­– και τα Ηλειακά με γλίτωσαν από την απέλαση. Αλλά ο Ντίνος Ψυχογιός είχε πεθάνει και δεν μπορούσα να του το πω, να νιώσει περήφανος.

*Τα κείμενα αυτά διαβάστηκαν στην εκδήλωση της 17/5/2008

13/5/08

ΣΑΒΒΑΤΟ 17/5/08 Εκδήλωση για τα "Ηλειακά" του Ντίνου Ψυχογιού


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΦΡΑΓΜΑ

και
οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΑΝΟΡΑΜΑ

σας καλούν στην εκδήλωση-αφιέρωμα
στο έργο του Ντίνου Ψυχογιού «ΗΛΕΙΑΚΑ»,
που θα γίνει στο Δημαρχείο Λεχαινών
το Σάββατο 17/5/2008 και ώρα 8 μ.μ.

Θα μιλήσουν:
Βαγγέλης Αυδίκος, καθηγητής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Βόλου
Νίκος Κουλούρης, δήμαρχος Λεχαινών
Διονύσης Κράγκαρης, λογοτέχνης
Λεωνίδας Καρνάρος, συγγραφέας-ερευνητής


Με την ευκαιρία της ανατύπωσης σε δύο τόμους 1.300 σελίδων όλων των τευχών του περιοδικού «Ηλειακά» του Ντίνου Ψυχογιού, οι εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα και η Πολιτιστική Ομάδα Φράγμα, οργανώνουν εκδήλωση στο δημαρχείο Λεχαινών, το Σάββατο 17 Μαΐου στις 8:00 το βράδυ. Θα μιλήσουν για τη σημασία του έργου και τον δημιουργό του ο καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βαγγέλης Αυδίκος, ο δήμαρχος Λεχαινών Νίκος Κουλούρης, ο Διονύσης Κράγκαρης και ο Λεωνίδας Καρνάρος.

Τα Ηλειακά, «περιοδικό λαογραφικής-ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας», εκδόθηκαν από τον λαογράφο Ντίνο Ψυχογιό το 1951 στα Λεχαινά και στις 1.300 σελίδες τους έχει αποθησαυριστεί πολύτιμος πλούτος για κάθε μελετητή της περιοχής. Πρόκειται «για τον καρπό πολύχρονων μόχθων, μελετών και αναδιφήσεων σε διάφορα αρχεία, αλλά ιδίως επιτοπίων ερευνών σε όλες τις περιφέρειες της Ηλείας», εξηγεί ο εκδότης-διευθυντής του στο σημείωμα όπου παρουσίαζε το περιοδικό του, στο πρώτο τεύχος του, πριν από 57 χρόνια. Ήταν η εποχή που «μόλις είχε κοπάσει το μετά την κατοχή επάρατο αλληλοφάγωμα, η δε φτώχεια και κακομοιριά κυριαρχούσαν παντού», ανακεφαλαίωνε το 1981, λίγο πριν ο θάνατος διακόψει οριστικά την έκδοση του περιοδικού.

Όπως τονίζει ο εκδότης Γιώργος Δ. Δημητρόπουλος, που είχε την πρωτοβουλία της ανατύπωσης, τα «Ηλειακά» υπήρξαν προϊόν «μοναχικού αγώνα με πενιχρά μέσα σε καιρούς χαλεπούς». Το αποτέλεσμα ήταν «η διάσωση ανεκτίμητων στοιχείων που σήμερα θα ήσαν οριστικά χαμένα» αν ο Ντίνος Ψυχογιός δεν τα ειχε συλλέξει εγκαίρως «με επιμονή, υπονή και εργατικότητα μέλισσας». Η επανέκδοση κρίθηκε αναγκαία διότι το έργο είχε καταστεί δυσεύρετο αφού «ούτε οι βιβλιοθήκες του νομού δεν είχαν προνοήσει να το συλλέξουν».

12/5/08

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ "ΔΙΑΒΑΖΩ" δόθηκε στον Ηλείο ποιητή Γιώργο Γώτη




Το φετεινό βραβείο ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω" απονεμήθηκε στον Ηλείο ποιητή Γιώργο Γώτη, για την ποιητική του συλλογή "Χρονογραφία" που εκδόθηκε από τις εκδόσεις "Στιγμή".
Ο Γιώργος Γώτης γεννήθηκε στην Ανδραβίδα το 1956 και είναι ιδρυτικό μέλος της Πολιτιστικής Ομάδας Φράγμα. Εχει εκδώσει και τις ποιητικές συλλογές : Ορθρου Bαθέος 1988, Φυσική Ιστορία 1991, Κρυμμένη εικόνα 1999, όλες από τις εκδόσεις Στιγμή.

Στη φωτογραφία ο Γιώργος Γώτης με την ποιήτρια Κική Δημουλά.
Διαβάστε περισσότερα στη διεύθυνση: chronografia.blogspot.com