29/1/14

Στο Σταθμό Λεχαινών με τον Βασίλη Χριστόπουλο










































Στο Σταθμό Λεχαινών με τον Βασίλη Χριστόπουλο
Φωτογραφία: Νατάσα Χριστοπούλου
Το  Σάββατο το βράδυ στην Ηλεία έβρεχε καταρρακτωδώς!!! Χειμώνας βαρύς με ταυτότητα Νότου. Παρόλα αυτά οι συνήθεις ύποπτοι συγκεντρώθηκαν στο Σταθμό, στο στέκι του «Φράγματος», της ομάδας των Λεχαινιτών που αποτελεί κουκίδα πολιτισμού στο χάρτη του Δυτικού Μοριά. Πιάσαμε θέσεις… Είχαμε καλέσει τον πατρινό μυθιστοριογράφο Βασίλη Χριστόπουλο να μιλήσουμε και να διαβάσουμε για το έργο του. Μαζί του φιλοξενήσαμε και τον ποιητή, Αλέξανδρο Φωσταίνη, αλλά και τον Κωστή Καπέλα, του «Πολύεδρου», του πολυχώρου της Πάτρας, ένα από τους ελάχιστους ανπομείναντες «σταθμούς» πολιτισμού στην περιφέρεια που επιμένει. Μαζί και η σύντροφος του Κωστή, Όλγα Νικολοπούλου. Για το έργο του Πολύεδρου οφείλουμε να μιλήσουμε και να γράψουμε εκτενώς και θα το πράξουμε σε επόμενο δημοσίευμα. Θύλακας πολιτισμού και τεχνών βασισμένος στις πλάτες δυο ανθρώπων αφοσιωμένων στην υπόθεσή τους με «ήθος» και στράτευση που διατηρήθηκαν αλώβητα επί 30 και πλέον χρόνια σε μια περιοχή αργυρίων και «συναλλαγής», κονδυλίων που σκορπίστηκαν υπέρ πολιτιστικών θεσμών… Φεστιβάλ, Πολιτιστική Πρωτεύουσα κλπ. Παρόντες και οι επίγονοι του Καρκαβίτσα, Λεχαινίτες, που εμμένουν σχολαστικά στο ιδεολόγημα που δημιουργεί τους μικρούς θύλακες-θαύματα στην επαρχία, υπηρετώντας αισθητική και ποιότητα, αφοσιωμένοι στο «λόγο» και τη γραφή… Τάκης Λαϊνάς, Διονύσης Κράγκαρης, Θανάσης Κεφάλας … Ήρθαν και Πύργιοι φίλοι, και Αμαλιαδίτες…

 Κι εκεί απολαύσαμε το λόγο του συγγραφέα, «Κάτοικος Πατρών», να εκμυστηρεύεται την περιπέτειά του με τη γραφή. Που αν και θετικιστής, Ρηγάς από τα φοιτητικά του χρόνια και πολιτικός ακτιβιστής της μεταπολίτευσης κατέληξε στο γράψιμο. Να εξηγεί την πεποίθησή του πως η τέχνη είναι «δυνατότητα» για όλους και να μας αποκαλύπτει τα μυστικά της διαδρομής του. Για την ανάγκη του να αφηγηθεί όλα όσα ανακάλυπτε βιοποριζόμενος από το επάγγελμα του πολεοδόμου, ζώντας στην πόλη που γεννήθηκε, αποκρυπτογραφώντας ιστορίες κρυμμένες επιμελώς από την ζώσα καθημερινότητα της πόλης. Ήμασταν εκεί μαζί με τη Νατάσα. Εκείνη έκανε τα «κλικ» με το «κορίτσι» της, κι εγώ άκουγα και είπα και δυο λόγια. Ιδού ένα απόσταγμα που πλαισιώνει τις φωτογραφίες… (Ελεύθερο Βήμα και Εικόνες Μάγισσες συγγράφουν σήμερα στη σελίδα).

«Κι εσύ Έλληνας ρε»

Για το μυθιστόρημα «Κι εσύ Έλληνας ρε», που διάλεξα να κάνω αναφορά στη σημερινή εκδήλωση, ελάχιστα πράγματα βρίσκει κανείς σήμερα σε σελίδες βιβλιοκρισίας. Παρόλα αυτά είναι εξαντλημένο, δεν το βρίσκεις επίσης ούτε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης σημειώνεται ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα για τους εθνισμούς και την εθνογένεση στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Για τους εθνισμούς που εκδηλώθηκαν ως άγριοι εθνικισμοί και οδήγησαν σε εμφύλιους και εθνικούς πολέμους, σε εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Προσπαθώντας να μεταφέρω τη δική μου αίσθηση για το βιβλίο θέλω να αναφέρω τα εξής...
Ο συγγραφέας βάζει μπροστά μας ένα μεγάλο χάρτη. Ένα χάρτη της «Χερσονήσου του Αίμου», όνομα που δίνανε εκείνο τον οι αρχαιομαθείς δυτικοί ταξιδιώτες την περιοχή που ορίστηκε αργότερα ως Βαλκάνια, όπου ήταν γνωστοί μονάχα γεωγραφικοί όροι Μακεδονία, Ηπειρος, Θράκη, Δακία. Ο όρος Μπαλκάν που ακούγανε από τους ανθρώπους που συναντούσανε στην δύσβατη περιοχή σήμαινε κάτι σαν διάσελο, ένα πέρασμα από την οροσειρά που αναγκαστικά διέσχιζαν για να φτάσουν από την Κεντρική Ευρώπη στην Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτό το χάρτη της Χερσονήσου του Αίμου, ο συγγραφέας βάζει σημαδάκια. Πολλά σημαδάκια σε πόλεις και διαδρομές αλλού στα ίχνη της ρωμαϊκής Εγνατίας, αλλού πάλι στη ρότα θαλάσσιων διαδρομών του Αιγαίου. Και από τα σημαδάκια αυτά εξαρτά την αφήγηση και την εξέλιξη της ιστορίας του ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα του αιώνα. Σημειώσατε ότι στις τελευταίες σελίδες υπάρχει και συνοπτικό ιστορικό χρονολόγιο των γεγονότων από το 1876 μέχρι και το 1923, υποβοηθητικό της ανάγνωσης.

Το ταξίδι της αφήγησης ξεκινάει το 1893. Την ίδια χρονιά που έχουμε την πτώχευση της Ελλάδας με πρωθυπουργό τον Τρικούπη, τρία χρόνια πριν την τέλεση της Ολυμπιάδας του 1896… Πρώτος σταθμός το Μοναστήρι μια μέρα που το ημερολόγιο –το παλιό ακόμα τότε- έγραφε 30 Σεπτέμβρη 1893. Πρώτος ταξιδιώτης ένας Γκραίκος, ο Αναστάσης Φλέγκας. Τελευταίος σταθμός αυτού του ταξιδιού η Πάτρα, μια μέρα που το ημερολόγιο έγραφε 11-12 Μάη του 2002, με τελευταίο ταξιδιώτη ένα νεαρό μετανάστη από την Ανατολία από το Κουρδιστάν. 110 χρόνια μετά το ταξίδι του Φλέγκα, έχουμε ήδη μπει στον 21ο αιώνα, τα Βαλκάνια έχουν αλλάξει τρεις-τεσσερις φορές χάρτη και κανείς δεν θυμάται τα περί Αίμου. Πολύ περισσότερο ο τελευταίος ήρωας του μυθιστορήματος, ο Αϊνούτ ή Ανέστης Καραγιαννίδης, εγγόνος του ομώνυμου Πόντιου από τα Σούρμενα, που λίγο πριν τον πόλεμο του 1922 παντρεύτηκε στο Κιλκίτ και κλείστηκε εκεί μετά τη συνθήκη ειρήνης της Λωζάννης… Ανάμεσά στον πρώτο και το έσχατο ήρωα του μυθιστορήματος παρεμβάλλεται ένα ολόκληρο σύμπαν…

Δεκάδες απόγονοι, δεκάδες ιστορίες, περιπέτειες, ταξίδια. Αναρωτιέται κανείς διαβάζοντας το βιβλίο πώς χωρούν όλα αυτά σε εκατό χρόνια ιστορίας; Η αφήγηση όμως του συγγραφέα συρρικνώνει το χρόνο με τη συμπύκνωσή της και συνδέει ταξίδια και περιπέτειες με μια κυλιόμενη σχεδόν αρμονική διαδοχή… Το πώς ο δρόμος συνδέει το Μοναστήρι με Θεσσαλονίκη και με μια πολύσημη αλληλουχία με την Ανατολική Ρωμυλία, τη Φιλιππούλη τον Πύργο, την Πόλη, τη Σμύρνη τα νησιά και εν τέλει την Πάτρα αποτελεί τον «τρόπο» του συγγραφέα, που κινεί τα σημαδάκια στο χάρτη των Βαλκανίων και αφήνει να ξετυλιχτεί μαζί με την ιστορία που έγραψαν οι στρατοί και η διπλωματία του 19ου αιώνα, και οι ιστορίες των ανθρώπων ηρώων του. Έτσι όπως γράφτηκαν και σε άλλες ιστορίες στις οποίες γίναμε κοινωνοί.

Η ιστορία του Χριστόπουλου έχει κάτι από την ατμόσφαιρα της ταινίας Αμέρικα-Αμέρικα του Ελία Καζάν, η υπερατλαντική μετανάστευση από την Ανατολή στη Δύση ήταν κομμάτι των ταξιδιών της ίδιας εποχής, άλλωστε. Μια εποχής που οι άνθρωποι έγιναν παίγνιο της Ιστορίας και τραγικά θύματά της. Φυσικά πάντα οι άνθρωποι είναι πάιγνιο της ιστορίας... Το καταλαβαίνεις όταν μπορείς να δεις από απόσταση τα γεγονότα, τις περιστάσεις... Να βγεις λίγο από τον κύκλο και να διαβάσεις ιστορίες ανθρώπων… Αυτή την ευκαιρία μας δίνει η υπόθεση που διαχειρίζεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία ο συγγραφέας. Ο οποίος οδηγεί το νήμα της αφήγησης του μέχρι το παρόν, τοποθετώντας τον νεαρό μετανάστη ήρωά του να αναζητά πατρίδα... Και να μη τη βρίσκει… Και να σχεδιάζει νέα ταξίδια... Να ζει με το δίλημμα Γερμανία ή Μοναστήρι;;; Και να πρέπει να δώσει μοναχός του απάντηση. Το που καταλήγει είναι η συνέχεια που αποτυπώνεται στο βιβλίο, δίνοντας σου την εντύπωση ότι έπεται η συνέχεια των επιγόνων όλων των ηρώων που πέρασαν από τις 450 σελίδες του… Θα πρέπει να πάμε Γερμανία να τους ψάξουμε ή Μοναστήρι; Το ερώτημα ρητορικό, που αποτελεί έτσι και αλλιώς κλειδάκι για τη συνέχεια της Βαλκανικής ιστορίας...

Αναζητώντας κοινά σημεία της εποχής του πρώτου μέρους του βιβλίου του Β. Χριστόπουλου με το παρόν, βρίσκω τόσο ομοιότητες όσο και διαφορές. Στις πρώτες περιλαμβάνεται σίγουρα το στοιχείο της τραγωδίας που σφραγίζει πάντα τα θύματα κάθε περιόδου. Έχει ενδιαφέρον λοιπόν να βρούμε τα θύματα να γράψουμε γι’ αυτά... Είναι νομίζω ο ρόλος του συγγραφέα αυτός... Πάνω σ΄αυτό το θέμα και ο δικός μου επίλογος, δάνειο από το ημερολόγιο -τις σημειώσεις- της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ που κρατούσε σχολαστικά όταν έγραφε το μυθιστόρημά της Αδριανού απομνημονεύματα. Στο σημείωμά της επικαλείται το Φλωμπέρ. Γράφει: «ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΠΟΛΥΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟ και άφθονα σχολιασμένο τόμο του Φλωμπέρ, βρήκα και πάλι την αξέχαστη φράση: Όταν δεν υπήρχαν πια θεοί και ο Χριστός δεν υπήρχε ακόμη, υπήρξε, ανάμεσα στον Κικέρωνα και τον Μάρκο Αυρήλιο μια μοναδική στιγμή, στην οποία υπήρχε μόνο ο άνθρωπος. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου θα περνούσε προσπαθώντας να καθορίσω, να χρωματίσω κατόπιν, αυτόν τον άνθρωπο που είναι μόνος, και από άλλη πλευρά, δεμένος με όλα».

Δεν ξέρω αν τα Βαλκάνια είχαν, έχουν δικό τους Θεό… Εκείνο που διαισθάνομαι είναι ότι άνθρωπος στην εποχή μας είναι πάλι μόνος, απόλυτα μόνος… Εύχομαι να μην υπάρξει πάλι τόσο μόνος όσο στην εποχή μεταξύ Κικέρωνα και Μάρκου Αυρήλιου… Οσο ο Ανέστης το 2002 στην Πάτρα...

Ο «Κάτοικος Πατρών» Βασίλης Χριστόπουλος

Ο Βασίλης Χριστόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα, σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβιο έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χωροταξία και Περιφερειακή Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. Φοιτητής ήταν αντιπρόεδρος του Συλλόγου Αχαιών φοιτητών, και βέβαια μετά το 1974 οργανώθηκε στο Ρήγα. Από το 1976 ζει και εργάζεται στην Πάτρα.
Η εμφάνισή του στα γράμματα γίνεται με το δοκίμιο «Τέχνη: μια δυνατότητα» το 1987, από τις Αχαϊκές εκδόσεις. Το μυθιστορηματικό του έργο ξεκινά το 1998 με το «Κάτοικος Πατρών» που κυκλοφορεί από τον Κέδρο. Η συνέχεια διαγράφεται με σταθερό ρυθμό, ένα βιβλίο κάθε 3 χρόνια ο μέσος όρος.
• «Κάτοικος Πατρών», Κέδρος, 1998, ISBN 960-04-1458-0 • «Ορέστης, ο Πατρινός Καραγκιοζοπαίχτης Ανέστης Βακάλογλου», 1999, Αχαϊκές εκδόσεις • «Στο φως της Ασετιλίνης», 2002, Κέδρος, ISBN 960-04-2099-8 • «Κι εσύ Έλληνας, ρε;», 2005, Κέδρος, ISBN 960-04-2847-6 • «Αναζητώντας το Θεό», 2008, Κέδρος, ISBN: 978-960-04-3837-6 • «Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ», Κέδρος, 2012, ISBN: 978-960-04-4273-1.
Έχω παρακολουθήσει τον συγγραφέα από το 2005 και μετά. Και ξεκίνησα να τον διαβάζω από το «Κι εσύ έλληνας ρε», που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Για τη δουλειά του σχετικά με τον Καραγκιόζη «Ορέστης, ο Πατρινός Καραγκιοζοπαίχτης Ανέστης Βακάλογλου», είχε γράψει ύμνο μια από τις πιο έγκυρες κριτικούς βιβλίου η Μάρη Θεοδοσοπούλου. Νομίζω η ίδια είχε γράψει επίσης στο ΒΗΜΑ και για το «Στο φως της Ασετιλίνης» που κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδ. ΚΕΔΡΟΣ και αφορούσε πάλι τον βίο και την πολιτεία ενός λαϊκού καλλιτέχνη καραγκιοζοπαίχτη της Πάτρας…


Συντάκτης:Ελένη Σκάβδη

(απο τον ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ της Θράκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: