21/12/15

Ανδρέας Καρκαβίτσας Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΣΑ ΜΠΟΤΣΑΡΗ


Μέσα στο Μέγα Σπήλαιο το άσπλαχνο μαχαίρι του εχθρού εμάντρισε χιλιάδες τα γυναικόπαιδα.
Καπετάνισσες αρχόντισες, φτωχές και πλούσιες φαμελιές άλλες, από κάθε του Μοριά χωριό, εκεί
εστριμώχθηκαν ίσες κι όμοιες.
Στην εκκλησιά, στα κελιά γύρω, στα υπόγεια, τις αποθήκες και τα κελάρια, στην ξέσκεπην αυλή
ακόμα σωριασμένα κείτουνται γεράματα σεβαστά, φημισμένα ονόματα, κάλλη δροσερά, χρυσά
νιάτα.
Όλος ο ηθικό πλούτος του επαναστημένου ραγιά εκεί μέσα βρίκεται.
Κι απ’ έξω, στις βίγλες και τις τάπιες, άγρυπνοι σαν τον δράκο, που φυλάει τον κήπο του
παραμυθιού, κάθουνται και βιγλίζουν αρματοζωσμένοι οπλοφόροι. Αρχηγός τους ο Τούσας
Μπότσαρης.
Τώρα όμως ο άμοιρος Σουλιώτης δε φυλάει μόνο τα γυναικόπαιδα του ραγιά. Φυλάει και της
καρδιάς του το πάναγνο βλαστάρι. Μιάν εβδομάδα πριν εκεί μπήκε να προφυλαχτή αρχοντική
φαμελιά των Καλαβρύτων. Κι είχε μαζί, καύχημα και στολίδι της, ομορφοθυγατέρα
δεκαπεντάχρονη, μεγαλομάτα, λαμπρομέτωπη. Χρυσάφι ια μαλλιά στο κεφάλι. Αμέτρητες οι
χάρες του κορμιού. Την είδε ο Τούσας κι εξαφνίστηκε.
Κάποια εικόνα σεβαστή, μεγάλου Ευαγγελιστή καλλιτέχνημα, ήρθεν ευθύς στην πύρινη φαντασία
του, συμπληρωμένη από το αίσθημα του ζωντανού και του υπερανθρώπου. Την είδε κι απομένει
εκεί, άτολμος κι ονειροπόλος, σαν να είδεν όραμα.
Και τώρα βγαίνει στις βίγλες, ανεβαίνει στις τάπιες, μιλεί με τα παληκάρια, κοιτάζει τ’ άρματά του
και ξεχνιέται δίγνωμος κι αναποφάσιστος.
Λουλούδι μυστικό αρωματίζει την τραχύτατην ύπαρξή του η κόρη, αλλά δεν φαίνεται πουθενά
γύρω του.
Ό ναός μέγας, χιλιόχρονος, σκυθρωπός, έκρυψε στην αβίαστην αγκαλιά του, το αβρό πλάσμα των
Καλαβρύτων, όπως και το καλλιτέχνημα του Ευαγγελιστού.
Και στην ανοιχτή πύλη του στέκει νυχτοήμερα φύλακας αυστηρός κι αδέκαστος: Η τιμή!
Ό Σουλιώτης ποθεί να ήσαν πέντε, δέκα χιλιάδες Τούρκοι μπροστά εκεί, να χυθή με το δαμασκί
απάνω τους, να κόψει και να θερίσει κορμιά, πέρα να διαβή στο ποθητό του όνειρο.
Πως να πατήσει όμως τον αόρατο εκείνο φύλακα, που του έστησε ψηλόν εκεί σαν Όλυμπο και
δυνατό σα δράκοντα η κοινωνική παράδοση;
Ωϊμέ, δεν γίνεται!
Μια στιγμή εχάραξε η αυγή και πάλιν εσκοτείνιασε στην καρδιά υου Μπότσαρη. Κι ακόμα
μελαγχολικός, άτολμος ακόμα κι ονειροπόλος, βλέπει τους σκυθρωπούς τοίχους με μισητό
σεβασμό, βγαίνει στις βίγλες, ανεβαίνει στις τάπιες, μιλεί με τα παληκάρια, κοιτάζει τ’ άρματά του
λυπητερά! Τι τον ωφελούν κι αν είναι τόσο λαμπρά, κι αν είναι τόσον αστόμωτα, αφού δεν
μπορούν να βοηθήσουν της ψυχής του τον ακοίμητο πόθο;
Τέλος, ένα κοντόβραδο, το σήμαντρο τρανολαλεί τον εσπερινό. Τον ακούει ο Τούσας, σαν
Δευτέρας παρουσίας σάλπισμα, και τρέχει στην εκκλησιά. Στην πύλη όμως προβάλλει άξαφνα το
μαύρο ράσο του ηγούμενου:
- Πως εδώ, καπετάνιε; Δεν μπαίνει άνδρας εδώ! του λέει με αυστηρή φωνή.
Εστάθηκε κρυοπαγωμένο το παλληκάρι.
- Συμπάθησέ με, γέροντα του λέει φιλώντας το χέρι του…συμπάθησέ με…Ηρθα να ιδώ την
Παναγιά…
Ταπεινός γυρίζει πίσω στ’ αχνάρια του, βγαίνει έξω απ’ το Μοναστήρι. Κι ο ίδιος ακόμα δεν
γνωρίζει, αν είχε Παναγιά την εικόνα του Ευαγγελιστού ή την αρχοντοθυγατέρα των Καλαβρύτων

Δεν υπάρχουν σχόλια: